κατάφορος — rushing down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορώτατον — κατάφορος rushing down masc acc superl sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορον — κατάφορος rushing down masc/fem acc sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορώτεραι — κατάφορος rushing down fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφόρου — κατάφορος rushing down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφόρους — κατάφορος rushing down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφοροι — κατάφορος rushing down masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… … Dictionary of Greek
καταφορώδης — καταφορώδης, ες (Α) [κατάφορος] κατάφορος*, ληθαργικός, βαθύς («καταφορώδης ὕπνος», Γαλην.) … Dictionary of Greek