κατάφορος

κατάφορος
κατάφορος, -ον (Α) [καταφέρω]
1. ορμητικός
2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης
3. αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα κάτω
4. αυτός που έχει κλίση, ροπή προς κάτι
5. βαθύς, ληθαργικός
6. επιγρ. (για έδαφος που χρησιμοποιείται για ταφή) ο προσιτός, αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάφορος — rushing down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορώτατον — κατάφορος rushing down masc acc superl sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφορον — κατάφορος rushing down masc/fem acc sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορώτεραι — κατάφορος rushing down fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόρου — κατάφορος rushing down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόρους — κατάφορος rushing down masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοροι — κατάφορος rushing down masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… …   Dictionary of Greek

  • καταφορώδης — καταφορώδης, ες (Α) [κατάφορος] κατάφορος*, ληθαργικός, βαθύς («καταφορώδης ὕπνος», Γαλην.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”